Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

ΚΙ Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΟΜΟΡΦΗ

(… ακόμα κι όταν δεν ψιθυρίζει παρά με δυο αβέβαια ανήσυχα χείλη…)

Προσπάθησε μ’ όση καρδιά σ’ απομένει,  χάραξε τούτες τις δυο γραμμές σταυρωτά

Ύστερα γέλασε πάλι,  δοκίμασε τη νιότη σου ακόμα μιαν Άνοιξη·  δεν είναι μάταιο

Μη θυμηθείς κάποια μέρα κάποιον   που έφευγε με δυο πληγωμένες παλάμες

Ήμουνα εγώ που σου ’λεγα πάντα:  φεύγοντας ήτανε πια πολύ αργά

Κι είχαμε ακόμα πολλή πίκρα  πολλή μνήμη   πολλή νόηση

Κι η αγάπη είναι πάντα όμορφη ακόμα κι όταν δεν ψιθυρίζει   παρά με δυο αβέβαια ανήσυχα χείλη

Κι όταν δε μένει   παρά σε δυο χαρακιές σ’ ένα λευκό περιθώριο

Προσπάθησε,  πάλεψε ακόμα,  ένα τόσο μικρό ασήμαντο διάστημα

Σβήσε μιαν ακατανόητη παρένθεση  μην τραυματίζεις την αμέριμνη ζωή σου.

(Ήταν Οχτώβρης όταν σου χάρισα,  έτσι σα μιαν αχτίνα γυρισμού, ένα παλιό κλεισμένο τετράδιο

Και τότες που δεν θέλαμε πια να πιστέψουμε  πως μπορούσαν ν’ αργούσαν οι ώρες τόσο απελπισμένα όμοιες

Τόσες φορές έξι μέρες

Σ’ ένα μικρό δωμάτιο,  σ’ ένα γραφείο,   σε μια παιδική κλινική ποτισμένη χλωροφόρμιο

Ανακαλύψαμε ξάφνου μια νύχτα πως λησμονήθηκε μέσα μας   τόσον  καιρό η νοσταλγία της απουσίας).

 

Τώρα προσπάθησε·  εγώ τελείωσα·   δεν έχω τίποτα άλλο να σου πω

Είναι μια λέξη κενή  για μια στιγμή πλημμυρισμένη καλοσύνη

Ξέχασε,  ξέχασε πάντα – φτάνει μια στάλα καινούργιας ζωής

Ένα παλιό κυριακάτικο δειλινό  με δυο σπασμένες καρέκλες στο «Καφενείο των Ναυτικών»

Εκείνον που αγάπησες κάποτε  κι  ίσως νοστάλγησες κάποια στιγμή το γυρισμό του.

 [πρώτο απόσπασμα από τις ΕΠΟΧΕΣ 2 1948  του Μανόλη Αναγνωστάκη

αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση:

ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1941-1971, Πλειάς]

 


Από την ίδια έκδοση ανθολογούνται και οι επόμενες επτά ενότητες:
2. «Το καθετί τελειώνει μια μέρα»,  «Τώρα είναι πια πολύ αργά»  Ή «Ν’ Αποφασίσουμε χωρίς αναβολή»  κι άλλες τέτοιες πολλές αοριστίες…
3. Έτσι όπως πια δεν το αποφάσιζες να φύγεις…
4. Κι έτσι όπως ήτανε πολύ μακριά τα ξημερώματα
5. Φτάνεις κι εσύ κάποτε να πιστέψεις  πως σάπισαν όλα τα περάσματα  πως αμείλικτοι φύλακες στέκονται ορθοί σε κάθε γωνιά…
6. Άνθρωποι πάντα βιαστικοί μέσα στους άσκοπους δρόμους  προφασιζόμενοι κάποιο μεγάλο σκοπό…
7. Αυτό που ονομάσαμε φθινόπωρο ήταν μια θεμιτή καθορισμένη αναγκαιότητα   και  
8. Έφυγαν όλοι μακριά.  Κι όμως δεν πάει πολύς καιρός  Ή όσως έμειναν τυραννικά στην ακοή μας   τα τελευταία   Σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών


Ν’ ΑΠΟΦΑΣΙΣΟΥΜΕ  ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΒΟΛΗ

(από τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη ΕΠΟΧΕΣ 2   1948)

                   -ΙΙ-

«Το καθετί τελειώνει μια μέρα»,   «Τώρα είναι πια πολύ αργά»

Ή «Ν’ αποφασίσουμε χωρίς αναβολή»  κι  άλλες τέτοιες πολλές αοριστίες.

Φυσούσε απ’ το σπασμένο τζάμι.   Ύστερα ήρθανε κι άλλοι.

Γνωστοί κάθε βράδυ.   Καθίσαν σιωπηλοί σ’ ένα τραπέζι.

Σκέφτηκες πως περάσανε κι απόψε πάλι τόσες ώρες

-Σωστά το καθετί τελειώνει   είναι τόσο απλό  και  φυσικό σαν το λες -

Μετρώντας ακόμη μια φορά ένα - ένα τα ναυαγισμένα μας όνειρα

Πως ζήσαμε κι άλλο ένα βράδυ την ίδια πάντα αναμονή

(Φίλοι καλοί, μη μας κατηγορήσετε.   Σκίσαμε τώρα καιρό τα βιβλία μας

Καλύψαμε με τα χέρια τ’ αυτιά μας   στα σφυρίγματα των πλοίων

Ανάψαμε τη φωτιά μας το πρωί με τις παλιές φωτογραφίες)

Κάποια φορά σκεφτήκαμε πως έπρεπε   να κοιτάξουμε περισσότερο τα χέρια μας

Είχα κάτι αρρωστιάρικα δάχτυλα,  μέσα γλιστρούσε ανεπανόρθωτα το καθετί

Είπαν πως ό,τι αγγίξαμε ράγιζε.   (Έπρεπε πια κι εμείς να το πιστέψουμε).

Όμως γιατί ξαναγυρίζουμε κάθε φορά χωρίς σκοπό στον ίδιο τόπο;

Λέγαμε πως λησμονιούμασταν μέρες,   ύστερα χρόνια,   μα πάντα γυρνούσαμε

Κοιτάζαμε το πρόσωπό μας στον καθρέφτη  και  μιαν άλλη συνηθίσαμε μορφή.

 

… Φυσάει πολύ απ’ το σπασμένο τούτο τζάμι   (Ποιος έριξε φεύγοντας τις καρέκλες στο πάτωμα;)

Δεν ξεχωρίσαμε στο τέλος   αν έπρεπε να ξανάρθουμε  ή  να μην ξανάρθουμε

Θαρρούσες πως στο βάθος θα μας κούραζε το ίδιο.   Δεν ξεχωρίσαμε.

(Είχαν τα πρόσωπά μας τόσο αλλόκοτα μπλεχθεί.   Μη μας κατηγορήσετε. Χάσαμε πια οριστικά το δικό μας)

 

ΠΡΟΣΜΕΝΟΝΤΑΣ ΜΙΑΝ ΑΥΓΗ ΠΟΥ ΣΟΥ ’ΧΑΝ ΤΑΞΕΙ

                  II-

Έτσι όπως πια δεν το αποφάσιζες να φύγεις

Για κάθε πίκρα σου μη νιώθοντας οδύνη

Για κάποια δάκρυα που δεν στέγνωσαν ακόμα

Για μιαν αρρώστια σου παλιά μην λογαριάζεις

Σκυμμένος πάλι μες στα νύχια χωρίς λάμπα

Κάτω απ’ τις στέγες τις νεκρές της πολιτείας

Προσμένοντας μιαν Αυγή που σου ’χαν τάξει

Χρόνια ταξίδεψες διψώντας κάποιο γράμμα

-Μέσα σου πλήθος τ’ αμαρτήματα, τις τύψεις -

Με μια σβησμένη νοσηρή χρονολογία

Κι ούτε κανείς πια δε μ’ αντάμωσε σαν πρώτα

(Ούτε κανείς, αλήθεια, πρόσμενε να φέξει)

Έτσι όπως έμεινα κι εγώ τότε μια νύχτα

Ξένος ολότελα κι απ’ όλους ξεχασμένος

Με τη δική σου μοναχά τη συντροφιά

-Με σένα τόσα χρόνια πια μακριά μου -

Ξένος πολύ μέσα σε τούτο το παλιό

Ξένος σε τούτο το παλιό το καφενείο

Έτσι όπως έμεινα μονάχος κάποια νύχτα

Μέσα σε τούτο το παλιό το καφενείο

Στο νυσταγμένο καφενείο όλη τη νύχτα

Στου Πειραιά, νύχτα, το βρώμικο λιμάνι

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη ΕΠΟΧΕΣ 2  1948]

 

ΑΡΓΟΥΝ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΤΑ ΞΗΜΕΡΩΜΑΤΑ

(απ’ τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη ΕΠΟΧΕΣ 2  1948)

                   V-

Το γνώρισες τούτο καλά

Ήταν μια νίκη κι αυτό

Πολύ παραπάνω από μια νίκη

Κι έτσι όπως ήτανε μακριά πολύ τα ξημερώματα

Εξουσιάζοντας τη συγκατάβαση της νύχτας

Χτυπώντας τους τοίχους της πιο απάνθρωπης αίσθησης

Παίζοντας βάναυσα στα κίτρινά σου δάχτυλα

Του μυαλού σου το ανυπάκουο

Τώρα το γνώρισες καλά

Έτσι στο τέλος πάντα πώς κερδίζεις μια φυγή

Της απόγνωσης την τρυφερότητα

Των διεγέρσεων το σαρκασμό

Άλλωστε το ’χες, αλήθεια, τόσο κάποτε πει

Εσύ,  εκείνος που πέθανε,  ή  κάποιος άλλος

(Ένας άλλος μονάχα)

Για κάποιο πρόσωπο μαρμάρινο μιλώντας

Για κάποιο πρόσωπο που σβήστηκε μια νύχτα

Στου καθρέφτη το θόλωμα

Σα σύννεφο τις πρώτες μέρες του φθινοπώρου

Ασπίδα του ήλιου

(Μα τι γυρεύουν απόψε εδώ όλα αυτά;)

Άλλωστε ήτανε μια παλιά μας συνήθεια

Αποχτημένη συνήθεια με φρόνηση τόση

-Βιβλίων παλιών σκονισμένη σοφία -

Να ψάχνεις αδιάκοπα μιαν έρημο

Χωρίς ένα δένδρο, ένα ρίγος νερών

Χωρίς ένα λευκό φόρεμα αγνότητας

Χωρίς μιας βεβαιότητας αντίκρισμα

Το γνώρισες όμως απόψε καλά

Ήταν μια νίκη κι αυτό

Πολύ παραπάνω από μια ασήμαντη νίκη

Κι ας μην ήτανε τίποτα άλλο

Από ένα τρύπιο υπόστεγο χαμηλό

Τυραννισμένο απ’ τη βροχή

Ποτισμένο από μια θάλασσα τόσης θυσίας

Κι ας μην ήτανε τίποτα άλλο

Παρά μια νύχτα ολόιδια νύχτα

Χωρίς ούτε ένα σφύριγμα τρένου

Χωρίς ούτε μιας νοσταλγίας τυράννισμα

Ούτε ένα κλάμα παιδιού.

Και μη γυρέψεις πίσω τίποτε άλλο

-Αργούν τόσο πολύ τα ξημερώματα –

Κι η μέρα ας μη σε βρει με τα βρεγμένα σου ρούχα

Με πλήθος καμώματα ξένα

Με πλήθος αγάπη ζεσταμένη στη θύμηση

Σα ρημαγμένο πάρκο την Άνοιξη

Σαν ασυλλόγιστη λεηλασία.

Ναι, μη γυρέψεις ποτέ, τι σε θέλουν όλα αυτά

Θυμήσου την άνομη τύψη

Πάνω σε βίαια πρωτόγονα κρεβάτια

Νύχτα, Νύχτα βαθιά χωρίς κούραση

Νύχτα δεν είσαι πικρή  σαν το γνώριμο

Μη σβήσεις πια το πρόσωπό σου εσύ μονάρχη

Μες στου καθρέφτη το θόλωμα

Όπως σε κάθε πρόσωπο που πέρασε

Σπάζοντας αλογάριαστα φτηνά το καθετί

Π’ απόμεινε ακόμα

Το καθετί που απόμεινε ακόμα

Ζεστό σαν το απρόσιτο.


ΜΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥΤΟ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΟΝΟΜΑΣΕΙ ΑΝΕΠΑΝΟΡΘΩΤΟ;

                -V-

Φτάνεις κι εσύ κάποτε να πιστέψεις πως σάπισαν όλα τα περάσματα   πως αμείλιχτοι φύλακες στέκονται ορθοί σε κάθε γωνιά.   Πολλές φορές η νύχτα ξέρει να σου μιλά σα μια θανάσιμη ηδονική φίλη   μα εσύ δεν θες να την ακούς,  ζητάς μια λάμπα,   τίποτε άλλο από μιαν ελάχιστη λάμπα,   μια λάμπα τόσο ταπεινή μέσα σε τούτο το σκοτάδι.   Έστω λοιπόν, θα περιμένουμε εδώ τα ξημερώματα  – μπορούμε στη ζωή μας δυο φορές να ξαναρχίσουμε – χωρίς όλο τούτο το φορτίο των αδέσποτων λέξεων να βαραίνει το μυαλό μας   χωρίς όλους αυτούς τους σεμνούς ανθρώπους   τόσο βέβαιος απόλυτα ο καθείς για τον εαυτό του,   διστάζοντας τι να προσφέρουν στον άλλο: ένα σπαθί ή ένα άνθος,   χωρίς αυτούς τους τυφλούς χιμαιρικούς υπαίθριους  ρήτορες   που βλέπουνε τα χρόνια τους αδιάφοροι  να φεύγουνε σαν τους τροχούς μιας πανάρχαιας άμαξας βαριάς.   Ήρθανε,  άλλοτε,  τόσοι αιχμαλωτίζοντας το θάνατο με μια λαχανιασμένη χειρονομία   δίχως να κρατούν μαζί τους παρά μια σφαίρα μοναδικιά   για το δικό τους κορμί.   Γυναίκες που τα μαρτυρικά τους δάκρυα δεν μπόρεσαν να σβήσουνε πάνω στο μάρμαρο ποτέ τις χαρακιές της προσφοράς τους. Η γνώριμη πικρή μυρουδιά του κλεισμένου από χρόνια δωματίου,   μια νύχτα   μια νύχτα πια χωρίς επιστροφή.

 

Πολλοί μας μίλησαν επίσης   για την Ε π ο χ ή

Για των καιρών το βαρυσήμαντο

Έπρεπε βέβαια κι εσύ πια να διαλέξεις

Αυτό που λέμε μια συνέπεια μια ακεραιότητα

Κάτι το ανθρώπινο με μια οποιαδήποτε τελείωση

Ξεχνώντας τι μοιράζουμε κάθε καινούργια στιγμή.

Άλλοι μας είπανε να γονατίσεις έστω μια φορά

Σ’ αυτό, ας πούμε, που καθορίστηκε αναχώρηση

Μπροστά σ’ ένα κρεβάτι σε μια γύμνωση

Σε μια φωτιά μπροστά χαμηλωμένη.

Μα αλήθεια πες μου εσύ,   πώς να νικήσεις

Ετούτο το κουρέλι με το σχήμα της καρδιάς σου

Ετούτο τον καπνό που αντιστέκεται στον άνεμο

Εσύ που μόνο το ’ξερες πόσες φορές

Μετρήσαμε στις ίδιες πλάκες τα βαριά μας βήματα

Βουλιάξαμε τα πόδια μας στην ίδια σάπια λάσπη

Βρήκαμε ένα θλιμμένο κυπαρίσσι

Πίσω από μια γλυκιά μορφή παιδιού

Εσύ μονάχα θα τραβήξεις τις κουρτίνες

Πίσω τους τα ψυχρά ηδονισμένα ομοιώματα

Βαμμένα αξιοθρήνητα γελοία

Χτυπούνε τα δυο χέρια τους σε πίδακα χαράς.

Εγκατάλειψη.   Πόσο το καταλάβαμε στο τέλος

Καλά, για την ηθοποιία της βραδιάς

Για την απέραντη φτήνια και την κούραση

Κάποιας φυματικής ονειροπόλησης

Μ’ όλο που ήτανε κι αυτό στο κάτω - κάτω μια αναχώρηση

Πέρα απ’ το καθιερωμένο και το νόμιμο

Εγκατάλειψη με τη συναίσθηση της αδιάκοπης στιγμής

Για μια ηδονή που δεν γνωρίζει μεταμέλεια

Για μιαν απάνθρωπη φυγή

Πέρα από κάθε όργιο σκέψεων

Ή αντικρουομένων διαθέσεων.

 

Σάπισαν όλα τα περάσματα   φύλακες βλοσυροί σε κάθε πόρτα.   Σκέφτομαι τις σουβλερές κρύες κραυγές που καρφώνουν στα φέρετρά τους   τούς νεκρούς,  τη χαλασμένη αγνότητα μιας γυναίκας που ξόδεψε ασυλλόγιστα τον παιδικό έρωτά της,    ό,τι μπορούσες να πιστέψεις στην πιο χιμαιρική σου ασυνέπεια,   μα τι είναι τούτο που ’χουμε ονομάσει ανεπανόρθωτο; Ίσως υπάρχει πάντα η διαφυγή,   απομακρύνοντας τα βήματα του γυρισμού,   όταν όλοι οι φίλοι σου έχουνε πεθάνει ανεξήγητα από μιαν άγνωστη αρρώστια,   ίσως υπάρχει πάντα να σημάνει μια αναχώρηση πέρα από κάθε καθιέρωση και πίστη.

 

(Και ποιος να μας προσέξει, ποιος

και να μας λογαριάσει

στη θέση που καθόμαστε;)

 [αποσπάσματα από τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη ΕΠΟΧΕΣ 2  1948]

 

 

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΑΝΤΑ ΒΙΑΣΤΙΚΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΣΚΟΠΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

(απ’ τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη ΕΠΟΧΕΣ 2  1948)

                   -VΙ-

Γύρισες πίσω, κι η πολιτεία με τα σπασμένα σοκάκια σα γυναίκα τα ξημερώματα

Άνθρωποι πάντα βιαστικοί μέσα στους άσκοπους δρόμους προφασιζόμενοι κάποιο μεγάλο σκοπό

Και τα παιδάκια δε μπορούνε πια να παίζουνε χωρίς κανένα κίνδυνο από τα τόσα κάρα που περνούνε

Λοιπόν, το ξέρεις πως πολλοί περάσανε τους θερμούς μήνες συζητώντας πού θα παραθερίζανε καλύτερα

Ένας θα προτιμούσε το βουνό,  άλλος τη θάλασσα,   στο τέλος συμφωνήσαμε για μια καλή παρέα

-Γιατί, κάθε φορά που θυμούμαστε μοιάζουμε σαν τα καφενεδάκια του καλοκαιριού

Κρατώντας καθένας μια καρφίτσα μικρή   που του ματώνει απερίσκεπτα τα δάχτυλα; -

Έπειτα σκέφτεσαι πως θα ξυπνήσεις και το άλλο πρωινό μ’ ένα κουδούνισμα ολόιδιο στην πόρτα.

Στην επαρχία κάποτε μας άρεσαν τα δράματα τιμής που διαλαλούσανε τα πρωινά φύλλα

Κοιτάζαμε τις φωτογραφίες,  κλαίγαμε μόνοι μας το βράδυ στη φωτιά για κάποιαν όμορφη που αυτοκτόνησε

Έχουμε εφημερίδες στο συρτάρι μας ένα σωρό με κίτρινα φύλλα.

Γύρισες πίσω  διψώντας πάλι  την προσδοκία μας  ατημέλητης αίσθησης

Ίσως να πίστευες πως γυαλίζανε οι δρόμοι ξανά στην πρώτη μεσημεριάτικη λάμψη τους

Όπως τα μακρινά φώτα ριγούσανε του λιμανιού   σα στήθος αβέβαιο παρθένας

Η ταβέρνα κλειστή,   διώξανε και το μικρό που κάποτε ονειρεύτηκε πλένοντας πιάτα να πλουτίσει

Τώρα θυμάται ακόμα τα χειμωνιάτικα βράδια κάτω από την ασετιλίνη

Ακόμα θυμάται τους φίλους κάθε βράδυ που κουβεντιάζανε  κι  αυτός δεν ξέρει τι κι ύστερα ψιθυρίζανε

Ένα σκοπό που δεν τον άκουσε ποτέ στη μακρινή στη μακρινή του την πατρίδα.

… Μέσα σε τόσες εναντιότητες αναζητήσαμε μια χαλασμένη αισθαντικότητα

Σημαδεμένες χρονολογίες  σα βιβλία βιβλιοθήκης πολυσύχναστης

Κι ήτανε πάντα πίσω από τη θύμηση οι γκρεμισμένες αψίδες του καλοκαιριού.

Κάποτε παίζουμε την αγάπη και τότε αλήθεια νιώθουμε ανυπέρβλητα αγνοί!

-Μια γεύση φιλιού πάνω στην παιδική σου επιδερμίδα -

Παίζουμε τη φυγή την ανεπίστρεπτη πίσω από χάρτινες κουρελιασμένες πανοπλίες

Παίζουμε την οδύνη μέσα σε δυο πακέτα τσιγάρα ολοκαίνουργια

Την εγκαρτέρηση μιας νόησης σε δυο σκοινιά τεντωμένα στη χειμωνιάτικη βεράντα.

Άλλοτε πάλι αυτοί οι άνθρωποι ερωτεύονται παράξενα πολύ

Ανιχνεύουνε τη συμφορά μέσα στην πιο ευτυχισμένη τους ένταση

Πουλούνε την ηδονή τους για τις ασήμαντες διανοητικές τους αναμνήσεις

Αποσυνθέτουμε την παρουσία τους σε πολλαπλές αποχρώσεις.

Μέσα σε τόσες εναντιότητες  πολιορκήσαμε την κλεμμένη μας άγνοια

Δε μάθαμε, ήταν αλήθεια, καμιά ποτέ μας προσευχή, το μεγαλείο της ταπείνωσης

Δε σηκωθήκαμε μιαν Αυγή με την υπόσχεση της ακριβής υποταγής.

 

… Έκλαψα χθες, παίρνοντας ένα γράμμα από το φίλο Π…  που ταξιδεύει χρόνια στις επαρχιακές κωμοπόλεις

Μου γράφει:   θυμήσου τις βάρκες τα μεσάνυχτα γύρω στα αγκυροβολημένα φορτηγά

Μου γράφει:  θυμήσου τις μέρες μιας Άνοιξης   ολόφωτες μέσα στο αιμάτινο φορτίο τους

Μου γράφει:  θυμήσου τους τέσσερεις τοίχους που φύλαξαν αναφαίρετα τόσον καιρό το μυστικό μας

Έχασα τα βιβλία μου, φώναζες, έχασα τα χαρτιά μου, έχασα καθετί που πιότερο στον κόσμο αγαπώ.

 

Είχες χάσει κάτι πολύ περισσότερο.  Μια ατέλειωτη νεότητα σε κάθε γωνιά της ολόπικρης νόησης

 

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΟΝΟΜΑΣΑΜΕ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΗΤΑΝΕ ΜΙΑ ΘΕΜΙΤΗ ΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΗ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ   (Στη μνήμη του Αλέξη)

-VΙΙ-

(Η αφή μας μοιράζεται ανάμεσα σε σκυθρωπές κουρτίνες κι αισθήματα εφηβικά.

Τα μάτια μας που ματώθηκαν από πυρπολούμενους  θαλασσινούς ήλιους)

Κανείς ναυαγός δεν πεθαίνει χωρίς μια φωτογραφία νοσταλγική.

Κανένα πλοίο δε σαλπάρει χωρίς καπνό και χωρίς δάκρυα

                  

Δε ζητήσαμε πίσω απ’ αυτή την πολιτεία καμιά σίγουρη εναλλαγή

Δεν ασφαλίσαμε τη βεβαιότητα της πληρωμένης εγκαρτέρησης

Το βράδυ ανάβουν οι βιτρίνες των νεωτερισμών, στριφογυρίζουν τα γραμμόφωνα

Μέρες γιορτής οι σημαίες υψώνονται,  τα σχολεία με ομοιόμορφες μπλούζες

Κάθε κενότητα αναπαύεται ανώδυνα πάνω σε καταχτημένες αποσκευές

Πηγαίνει στα ζαχαροπλαστεία  συνωθείται   ηδονίζεται

Περιφρονεί, αυτάρκης,  κάθε είδους εγκατάλειψη

Εμείς δε ζητήσαμε την ανεκπλήρωτη έξοδο,  στενέψαμε την καρδιά μας

Έντιμοι στα βραδινά σφυρίγματα των κρατικών Σιδηροδρόμων

Που συγκλίνουν με τις πρώτες βροχές ομαλά, με θερινών ειδυλλίων ναυάγια

Αυτοί πιστεύουν πως ο χρόνος με τα χαρτιά περνάει πιο ευχάριστα

Αν δεν βρέξει θα πάμε στο πάρκο,  αν βρέξει στης κυρίας Αγγέλας

Εκεί που στη σοφίτα κατοικεί  ο αρχαίος μαέστρος με τη γυναίκα του

Κι η κόρη αρραβωνιάζεται 29 χρονώ, απέκρουσε πολλές προτάσεις

Αγαπούσε τη διαστολή,  τα θερινά ξενοδοχεία,   τα κλειστά οικογενειακά κέντρα

Λατρεύει ένα βρέφος,  θα τ’ ονομάσει Αγνή,  αν κι ο γιατρός το έχει – ή σχεδόν- απαγορεύσει.

 

Αφήσαμε, νέα παιδιά, στο καφενείο η «Ωραία  Σελήνη» τα κατακάθια του καφέ

(Η Μοίρα μας ανοίγεται θαυμάσια: εδώ δρόμος, εκεί δρόμος, από κει επίσης δρόμος)

Το βράδυ θα παίξεις τρεις παρτίδες τάβλι  για τρία γλυκά  ή  υποβρύχια

Το βράδυ έχει πάντα δροσιά.  Γυναίκες περιφράσσουν τη δίοδο των στενωπών

Σηκώνονται,  πηγαίνουν μέσα,   ανανεώνονται  και  συνεχίζουν

Οι άνδρες επιστρέφουν αργά,  έχουν δειπνήσει  ή  ισχυρίζονται

Ο ρόγχος των δωματίων είναι κενός, ο χρόνος επισκέπτεται αναλλοίωτος.

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη ΕΠΟΧΕΣ 2  1948]

 

 

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΑΛΠΙΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΝΙΚΗΜΕΝΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ

(από τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη ΕΠΟΧΕΣ 2  1948)

                   -VΙΙΙ-

Έφυγαν όλοι μακριά.  Κι όμως δεν πάει καιρός πολύς

Ή ίσως έμειναν τυραννικά στην ακοή μας τα τελευταία

Σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών,  τα τελευταία

Κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα,  θάνατοι

Αλλόκοτοι που δε θυμάσαι την πικρή χρονολογία.

Καιρός δεν πάει πολύς.   Καιρός δεν πάει πολύς.

Κάποτε το’ χα και τούτο πιστέψει:  πάντα είναι αργά για  κάθε τι

Προσήλωση στις νεκρωμένες οσμές που μισανοίγουν

Τα χείλη.   Στην αφοσίωση που δεν νικά τη φρόνηση

-Θα ξεπηδήσει των μετέπειτα η πολυχρωμία -

Γιατί κι η αγάπη όμως να ’ναι η ίδια παντού;

Στα γκρεμισμένα σπίτια που ολοφύρεται η βροχή

Στα σάπια κρεβάτια που κοιμίσαν τόσες θύμησες

Στα λιμάνια,   στις απόμακρες χαμένες πολιτείες

Στ’ ακρογιάλι με τ’ αχνάρια του παλιού καλοκαιριού.

Κι η γυναίκα πέρασε στο δρόμο,   κάποια γυναίκα   τι σημασία,

Έβαψε,  πόρνη,  τα ράκη της στο χρώμα της εγκατάλειψης

Μέτρησε τη μνήμη της:  «είναι καιρός»  ή  «τόσα χρόνια»

Περνώντας τους διαβατικούς,  εκλιπαρούν,   ξέρει τι θέλει

Τι νοιάζει Σανατόριο,  σπίτι στ’ ακροθαλάσσι,   συνοικία,

Κορμί χωρίς περίβλημα παρωχημένης  πολυτέλειας

Αιώρηση μοναχικής στιγμής στο πριν και το μετά της θυσίας.

Έφυγαν όλοι μακριά.  Κι όμως δεν πάει καιρός πολύς.

Αγάπη,  Αγάπη μου ( Τόσος καιρός!)  Ήμουνα τάχα πλασμένος κι εγώ

Να φιλήσω τα χέρια σου   ν’ αρωματίσω το κορμί σου

Ν’ αστράψω το σπαθί μου στη θήκη του πάθους σου.

(Και πόσα φώτα.   Οι δρόμοι είναι γεμάτοι κόσμο

Κάπου σε μιαν αυλή.   Την αγαπούσε

Και την παντρεύτηκε.  Του δόθηκε, της είχαν κάποτε

Μιλήσει:  «κάπως έτσι».  Είναι όλα τόσο εύκολα!   Πού πάει αυτός ο κόσμος.

Σκέφτεται  τι θ’ αλλάξει.  Προσμένει κάθε βράδυ το παιδί της

Είναι καμπούρης ή κουτσός.   Κάποτε αποσταμένος θα γυρίσει

Από τους δρόμους που πουλάει τσιγάρα στους διαβάτες

Αργά το βράδυ -12  ή μια  ή δυο.   Μέσα στα κέντρα

Και πόσα φώτα! Είναι παιδί, μόνο νυστάζει

Δε νιώθει τίποτα απ’ το μοίρασμα της σάρκας.

Τόσα κορμιά. Τι θέλει αυτός ο κόσμος; Και νυστάζει)

Έφυγαν όλοι.  Μακριά.  Ποιο να ’ναι τ’ όνομά τους;

Ήταν οι φίλοι, τι τυραννία.  Πώς το ζητά

Κανείς, κάπως να ζήσει έτσι χωρίς

Να στερήσει τον ίσκιο τ’ αλλουνού, έτσι χωρίς

Να κλέψει την ισχνή χαριτωμένη του αναζήτηση.

(Και τι ζητούσε ο άνθρωπος;   Το βράδυ μιαν εφημερίδα).

Ήταν οι φίλοι.   Ασήμαντες απαριθμήσεις ημερών

Τάχα μιαν έκθαμβη παρέλαση,  στο βάθος όλες οι δικές σου αποτυχίες

Έφταιγες σ’ όλα – ήταν οι φίλοι.  Ποιος δεν αρνήθηκε ποτέ…

Έρημοι δρόμοι με χιόνι όπως στα ξένα καρτ-ποστάλ

Που σ’ όποια γλώσσα λεν κι αυτά  «χρόνια πολλά»  ή  «καλώς ήρθες»

Πάρκα τ’ Αυγούστου,  γυναίκες χωρίς διάστημα

Τραγούδια γιορτινά όταν γυρνάς στα παιδικά σου χρόνια.

Ήταν οι φίλοι.   Δεν πάει καιρός πολύς.

Τα σύννεφα πέφτουν σωρός το ’να πάνω στ’ άλλο

Μια στιγμή θα φωνάξεις  «βοήθεια!»  κι ύστερα πάλι σιωπή

-«Πάντα είναι αργά για καθετί» - μάλιστα τώρα

Που νιώθεις πως κοιτάζεις πια με δυο γυαλένια μάτια.

 

Κι εγώ που αγάπησα τόσο τη θάλασσα

Κι εγώ π’ αγάπησα τα πλοία που σφυρίζουνε στη βραδινή ομίχλη

Κι εγώ που ήμουνα πάντα ένα μαντίλι στο ψηλότερο κατάρτι

Κι εγώ π’ αγκάλιασα το καθετί που πέρασε μπροστά μου

Αυτήν που ζητούσα δεν τη συνάντησα ούτε στα πιο μεθυσμένα μου όνειρα

 

ΠΑΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΑΛΗΘΕΙΑ ΝΙΩΘΟΥΜΕ ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΑ ΑΓΝΟΙ…

(… παίζουμε τη φυγή την απερίσκεπτη πίσω από χάρτινες κουρελιασμένες πανοπλίες…)

ΕΠΙΛΟΓΕΣ λέξεων από ποιητικές συλλογές του Μανόλη Αναγνωστάκη, ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΙΣ και ΣΤΟΧΟΙ, δηλαδή για τη ΣΥΝΕΧΕΙΑ της ΑΓΑΠΗΣ, το ΦΟΒΟ που μας ενώνει με τους άλλους ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ,  πάντα βιαστικούς μέσα στους άσκοπους δρόμους  προφασιζόμενους κάποιο μεγάλο ΣΚΟΠΟ  για μια τελική συνάντηση μες στων αλλεπάλληλων άδειων νυκτών τη στείρα διαδοχή   ΕΠΙΛΟΓΟΣ για τη ΣΙΩΠΗ, αυτό το δισταγμό ζωής,  που δεν μας αφήνει να παραδεχθούμε την ήττα.  ΣΤΙΧΟΙ που μπορεί να είναι οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφούν…  Ω Ψυχή την αγωνία ερωτευμένη!..  Ψυχή της Αγάπης μου αλήτισσα!..  Λεπίδι του Πόθου αδυσώπητο…  ΠΑΝΙΚΟΣ που στραγγίζει την καρδιά σα σημαία…  Ώσπου θα ’ρθει μια μέρα που δε θα  ’χουμε πια τι να πούμε…   Όρθιοι και μόνοι σαν και πρώτα,  θα πάρουμε τους δρόμους και σφυρίζοντας θα περιμένουμε…  Τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών,  τα τελευταία κουρέλια  από τα γιορτινά μας φορέματα!..   ΟΡΘΙΟΙ  και ΜΟΝΟΙ μες στη φοβερή ερημία του πλήθους… ΤΗ ΝΥΧΤΑ που έρχονται οι μεγάλες ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ μυστικών  για τα ΣΧΕΔΙΑ επαναστάσεων,   για τα ΙΔΕΩΔΗ και τέλος πάντων για τη μοναξιά των ΛΕΞΕΩΝ…  Που πρέπει να καρφώνονται σαν πρόκες!..   Να μην τις παίρνει ο άνεμος!..  Και ποιος να μας προσέξει,  ποιος να μας λησμονήσει στη θέση που καθόμαστε;  Πόσα κρυμμένα τιμαλφή μπορούμε να σώσουμε,  πόσες φωλιές νερού να συντηρήσουμε μέσα στις φλόγες;   Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε, καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ   μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας.   Το θέμα είναι τώρα τι λες!..  Τώρα που ΛΕΞΕΙΣ χλομές συνθέτουν πληγωμένα ελεγεία…  Α!..  Φτάνει πια!  Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.  Και όχι αυταπάτες προπαντός… Το πολύ - πολύ, να τους εκλάβεις [τους ΣΤΙΧΟΥΣ μιας ζωής, τις ΛΕΞΕΙΣ της μοναξιάς] σα δυο θαμπούς προβολείς μες την ομίχλη, σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν με τη μοναδική λέξη:  ΖΩ…  Το πολύ-πολύ να ονειρεύεσαι ένα καινούριο τραγούδι πατώντας πάνω στους νεκρούς στίχους…  «Γιατί» όπως πολύ σωστά είπε κάποτε ο φίλος μου ο Τίτος,  «κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες,   κανένας στίχος δεν ανατρέπει καθεστώτα»!..  Σε τι βοηθά λοιπόν η Ποίηση;   Στα υψηλά σου ιδανικά;  Στη συνείδηση του χρέους;  Στο μεγάλο πέρασμα από τον καταναγκασμό στις συνθήκες ελευθερίας;  Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.  Ένα προς ένα τα υπάρχοντα ξεπουλώντας…  Έστω. Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς… Στα ψέματα παίζαμε…]

Παρασκευή, 4 Δεκεμβρίου 2020



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ